κρούστης

κρούστης
ο (Α κρούστης) [κρούω]
νεοελλ.
αυτός που κρούει ή το όργανο με το οποίο κρούεται κάτι, επικρουστήρας
αρχ.
αυτός που επιτίθεται και χτυπά με το κεφάλι ή με τα κέρατα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλοκρούστης — κεφαλοκρούστης, ὁ (Α) κρανοκολάπτης*. είδος δηλητηριώδους αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κρούστης (< κρούστης < κρούω «χτυπώ»), πρβλ. ζυγο κρούστης, κυμβαλο κρούστης] …   Dictionary of Greek

  • ζυγοκρούστης — ζυγοκρούστης, ὁ (Α) αυτός που εξαπατά κατά τη ζύγιση είτε χρησιμοποιώντας ψεύτικα σταθμά είτε με κρυφή κρούση, δηλ. ώθηση τού ζυγοβραχίονα με το δάκτυλο είτε με άλλο χειρισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + κρούστης (< κρούω), πρβλ. κωδωνο κρούστης,… …   Dictionary of Greek

  • κωδωνοκρούστης — ο αυτός που έχει ως έργο του να χτυπά τις καμπάνες τής εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + κρούστης (< κρούω), πρβλ. οργανο κρούστης, τυμπανο κρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου] …   Dictionary of Greek

  • τυμπανοκρούστης — ο, Ν αυτός που χτυπά το τύμπανο, τυμπανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανο + κρούστης (< κρούω), πρβλ. κωδωνο κρούστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] …   Dictionary of Greek

  • Προκρούστης — (procrustes). Είδος κολεόπτερου, νυχτόβιου και αδηφάγου, με μαύρο χρώμα. Ανήκει στην οικογένεια των καραβιδών και ζει κάτω από πέτρες και κορμούς δέντρων. Ο π. αναζητάει την τροφή του τη νύχτα, κυρίως στα αμπέλια, όπου εξοντώνει τα σαλιγκάρια. Οι …   Dictionary of Greek

  • θυροκρουστία — θυροκρουστία, ἡ (Α) πάπ. το χτύπημα τής θύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κρουστία (< κρούστης < κρούω), πρβλ. αντι κρουστία, προδο κρουστία] …   Dictionary of Greek

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • κυμβαλοκρούστης — κυμβαλοκρούστης, ὁ (Α) κυμβαλιστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμβαλον + κρούστης (< κρούω)] …   Dictionary of Greek

  • οργανοκρούστης — ο μουσικός που παίζει εκκλησιαστικό όργανο, ο οργανιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < όργανο + κρούστης (< κρούω)] …   Dictionary of Greek

  • ποδοκρουστία — ἡ, Α το έντονο χτύπημα τών ποδιών σε ζωηρό χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κρουστία (< κρούστης< κρούω), πρβλ. θυρο κρουστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”